- μεταστοιχειώ
- μεταστοιχειῶ, -όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζωαρχ.μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω» (< στοιχεῖον)].
Dictionary of Greek. 2013.