μεταστοιχειώ

μεταστοιχειώ
μεταστοιχειῶ, -όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω
αρχ.
μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω» (< στοιχεῖον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταστοιχίζω — (Α) 1. μεταβάλλω την κατάσταση ενός στοιχείου ή σώματος, μεταστοιχειώ* 2. (κατ επέκτ.) ανανεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»] …   Dictionary of Greek

  • μεταστοιχείωση — η (ΑΜ μεταστοιχείωσις) [μεταστοιχειώ] νεοελλ. χημ. μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε άλλο είτε αυτομάτως είτε με τεχνητό τρόπο αρχ. μσν. διαφορετική σύνθεση τών μερών τών στοιχείων ή τών μερών ενός σώματος, μεταβολή, μεταμόρφωση, μετάπλαση …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐԱՍՏԵՂԾԵՄ — (եցի, կամ ծի.) NBH 2 0809 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 14c ն. ՎԵՐԱՍՏԵՂԾԵՄ ἁναπλάττω, μεταστοιχείω effingo, refingo, instauro. որ եւ ՎԵՐԱՍՏԵՂԾՈՒԼ. Վերստին ստեղծանել. նորաստեղծել. կերպարանալ. նորոգել. անդստին առնել եւ հնարել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”